- υπερβατήριος
- -ον, Α1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε υπέρβαση, σε διάβαση2. (σχετικά με θυσία) αυτός που γίνεται για την υπέρβαση, για τη διάβαση («τὰ ὑπερβατήρια θύειν», Πολύαιν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερβαίνω (πρβλ. ὑπέρβασις) + κατάλ. -τήριος (πρβλ. ἐμ-βα-τήριος)].
Dictionary of Greek. 2013.